Γυναικείες μορφές του Αγώνα
Στην Ελληνική Επανάσταση πρωτεργάτες ήταν κυρίως άντρες, που με την ηρωική τους δράση και τις θυσίες τους συνέδεσαν το όνομά τους με ένδοξα γεγονότα του Αγώνα. Στην πατριαρχικά οργανωμένη κοινωνία της εποχής η θέση των γυναικών βρισκόταν στο σπίτι. Κι όμως, πολλές γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα είτε από τα μετόπισθεν είτε από την πρώτη γραμμή. Αγωνίστηκαν ισότιμα στο πλάι των αντρών για την ελευθερία, δίνοντας τα πάντα για τον Αγώνα και συχνά θυσιάζοντας τη ζωή τους για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Είναι γεγονός ότι η συνεισφορά των γυναικών στον Αγώνα έχει αναδειχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τα δημοτικά τραγούδια, τις μαρτυρίες περιηγητών της εποχής και διάφορα εικαστικά έργα, παρά από τη σύγχρονη ιστορία, στις σελίδες της οποίας αναγράφονται μόνο λίγα από τα λαμπρά παραδείγματα ηρωισμού. Αξίζει όμως να ξαναδούμε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις, που προκάλεσαν ιδιαίτερη συγκίνηση και θαυμασμό και έξω από τα σύνορα του τουρκοκρατούμενου τότε ελληνικού χώρου.
Το 1803 οι Σουλιώτισσες, μετά την κατάληψη του Σουλίου, προτίμησαν να πέσουν από την κορυφή του Ζαλόγγου με τα παιδιά τους, παρά να πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Η θυσία αυτή συνετέλεσε στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος, που διογκώθηκε αργότερα με την κήρυξη της Επανάστασης.
Οι γυναίκες της Χίου, μετά την κήρυξη επανάστασης στο νησί το 1822, υπέστησαν όλη την οργή του σουλτάνου, που είχε θεωρήσει ότι τα προνόμια που είχε το νησί λόγω του εμπορίου της μαστίχας θα απέτρεπαν τους κατοίκους από τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Οι γυναίκες σφαγιάστηκαν και όσες έζησαν πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, δίνοντας στον μεγάλο Γάλλο ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά την έμπνευση για τον περίφημο πίνακά του «Η σφαγή της Χίου».
Λαμπρό παράδειγμα αυτοθυσίας και ηρωισμού επέδειξαν και οι γυναίκες του Μεσολογγίου. Ύστερα από έναν χρόνο πολιορκίας, βοηθώντας στην περίθαλψη των τραυματιών και στη μεταφορά των πυρομαχικών, συμμετείχαν στην ηρωική έξοδο, κάποιες πολεμώντας με αντρικά ρούχα, πέφτοντας στο πλάι των αντρών αγωνιστών. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο ποιητικό του έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» περιγράφει γλαφυρά τον ηρωισμό των γυναικών του Μεσολογγίου.
Τα παραπάνω αποτελούν λίγα από τα λαμπρά παραδείγματα που έχουν καταγραφεί.
Όμως αξίζει να αναφερθούμε σύντομα και σε γυναικείες ηγετικές μορφές, που κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να παίξουν ρόλο καθοριστικό στην έκβαση του Αγώνα, όπως η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Η Μαντώ Μαυρογένους καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά και εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου η Μαντώ γεννήθηκε το 1796. Ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης ήταν έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Λίγο καιρό πριν τη Μεγάλη Επανάσταση η Μαντώ μετακόμισε στην Τήνο. Όταν τον Απρίλη του 1821 έμαθε για την Επανάσταση, αποφάσισε να λάβει μέρος σε αυτή με όλες της τις δυνάμεις. Αρχικά πήγε στη Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους Αλγερινούς που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα εξόπλισε στρατό που συμμετείχε στην άλωση της Τριπολιτσάς, στη μάχη των Δερβενακίων, στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και σε αρκετές άλλες μάχες, όπως αυτές του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς, όπου και συμμετείχε ενεργά.
Κάτοχος της γαλλικής και της ιταλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητικές επιστολές προς τις γυναίκες της Ευρώπης, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον Αγώνα της Ελλάδας. Σύντομα έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και την ανδρεία της. Την εποχή εκείνη η Μαντώ γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη, με τον οποίον αρραβωνιάστηκε. Ο επικείμενος γάμος προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, καθώς πολλοί πολιτικοί –με πρώτο τον Ιωάννη Κωλέττη– ένιωθαν να απειλούνται από τη συνένωση δύο πλουσίων οικογενειών της εποχής και, με διάφορες μηχανορραφίες, συνετέλεσαν στη διάλυση του αρραβώνα. Η Μαντώ, έχοντας διαθέσει όλη της την περιουσία για τον Αγώνα, έζησε μόνη και πικραμένη μέχρι τον Ιούλιο του 1840, όταν πέθανε στην Πάρο φτωχή και λησμονημένη. Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου, τιμή μοναδική σε γυναίκα.
Τέλος, εξέχουσα γυναικεία μορφή του Αγώνα αποτελεί η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η οποία είχε καταγωγή από την Ύδρα, αλλά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στις Σπέτσες. Παντρεύτηκε και έμεινε χήρα δύο φορές, καθώς και οι δύο άντρες της σκοτώθηκαν σε συμπλοκές. Κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, την οποία κατάφερε να αυξήσει με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Το 1821 αρμάτωσε τρία καράβια, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και άρχισε να οργώνει τις θάλασσες ως τις ακτές της Μικράς Ασίας, αιχμαλωτίζοντας και καίγοντας τα τουρκικά καράβια με απαράμιλλη τόλμη. Ναυαρχίδα της ήταν το περίφημο πλοίο «Αγαμέμνων», το οποίο κατάφερε να εξοπλίσει με 18 κανόνια, παρ’ όλο που είχε άδεια μόνο για εμπορικό πλοίο. Με γενναιοδωρία παραχώρησε τα πλοία της στη νέα κυβέρνηση, πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και οργάνωσε τον αποκλεισμό του Ναυπλίου, που κράτησε 14 μήνες, οδηγώντας τελικά στην παράδοση του φρουρίου. Στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε το 1824, παίρνει το μέρος του Κολοκοτρώνη, πέφτει σε δυσμένεια και, έχοντας χάσει όλη της την περιουσία, περιορίζεται στις Σπέτσες, όπου πεθαίνει το 1825 από συγγενικό κτύπημα για μία απλή οικογενειακή διαφορά.
Οι Ρώσοι, μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναίκα.
Με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από το 1821 πρέπει όλους τους ήρωές μας, που θυσιάστηκαν για την ελευθερία μας, σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών ή επέζησαν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, να τους κρατάμε ζωντανούς στη μνήμη μας σαν αθάνατη παρακαταθήκη της εθνικής κληρονομιάς μας. Ανάμεσά τους μία ξεχωριστή θέση ανήκει στις ηρωίδες μας.