Επιχειρηματικές προκλήσεις και στρατηγικές σε καιρό πανδημίας

Τη νέα κανονικότητα διερευνά η πρόσφατη μελέτη του Εργαστηρίου ELTRUN


Με την τρέχουσα υγειονομική κρίση να έχει δημιουργήσει διεθνώς σοβαρά προβλήματα στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας και σημαντικές προκλήσεις διακυβέρνησης, το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Επιχειρείν (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών αναλύει σε επίκαιρη μελέτη τις επιπτώσεις της πανδημίας σε επίπεδο οικονομίας, κοινωνίας, επιχειρηματικότητας και δημόσιας διοίκησης.

Σε συνέχεια των διαπιστώσεων για τη βιομηχανία, την εφοδιαστική αλυσίδα και το λιανεμπόριο (βλ. «ΟΠΑ News», τ. 36, σελ. 4-5), παρακάτω συνοψίζονται πορίσματα αναφορικά με πέντε ακόμη στρατηγικούς τομείς όπου επικεντρώνεται η μελέτη.

 

Δημόσια διακυβέρνηση

Η πανδημία προκάλεσε μία απρόβλεπτων διαστάσεων παγκόσμια πολυδιάστατη κρίση, υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις να αποδεχτούν τη λήψη ακραίων μέτρων για τον περιορισμό των συνεπειών σε απώλειες ανθρώπινων ζωών και τη διαχείριση του μεγέθους των οικονομικών επιπτώσεων.

Ένα βασικό ερώτημα που ανέδειξε η κρίση είναι πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να δομήσουν τη λήψη αποφάσεών τους για να αντιμετωπίσουν τέτοιες προκλήσεις, όπως και τις αλλαγές και συνέπειες που επιφέρουν, και πώς θα διασφαλιστεί ότι μπορούν να περάσουν από ad hoc λύσεις σε πιο ανθεκτικές, ευέλικτες, αποτελεσματικές δράσεις στο μέλλον. Η απάντηση προτείνεται στις δυνατότητες ευέλικτων (agile) μεθοδολογιών δημόσιας διακυβέρνησης, και συγκεκριμένα στην αξιοποίησή τους για σχεδίαση νέων υπηρεσιών, στην ανάπτυξη καινοτομιών –σε διαδικασίες και υπηρεσίες– και στη διαχείριση έργων/πρωτοβουλιών.

Για την υλοποίησή τους απαιτείται σωστή οργανωσιακή κουλτούρα αλλαγής στον δημόσιο τομέα εντός ενός ψηφιακού περιβάλλοντος (digital government) που θα υποστηρίζει πολιτική ηγεσία και διοικητικά στελέχη να ερμηνεύουν ορθά κάθε πληροφορία και να λαμβάνουν έγκαιρα τις βέλτιστες αποφάσεις.

Οι αλλαγές αφορούν επίσης την αυτοματοποίηση και αναδιοργάνωση διαδικασιών (business process re-engineering) με στόχο τη μείωση κόστους, την αύξηση της παραγωγικότητας και την άμεση εξυπηρέτηση των πολιτών. Βέβαια, εξίσου αναγκαίες κρίνονται οι ψηφιακές δεξιότητες για όλο το προσωπικό και οι ασφαλείς υποδομές για εργασία και εξυπηρέτηση από απόσταση.

 

Νεοφυής καινοτόμος επιχειρηματικότητα

Η ταχύτητα, η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία, κατεξοχήν χαρακτηριστικά μιας νεοφυούς εταιρείας, αποτελούν λέξεις-κλειδιά την περίοδο της κρίσης. Άρα, η παρούσα κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις νεοφυείς εταιρείες ως ευκαιρία και όχι ως κρίση, προσαρμόζοντας τα προϊόντα τους ώστε να ανταποκρίνονται σε νέες ανάγκες, με όφελος για την κοινωνία και τις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Η δυναμική εκτίμηση της επίδρασης της νέας κατάστασης σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας τους (πωλήσεις, προσωπικό, διανομή, προμηθευτές κ.λπ.) είναι αναγκαία ώστε να εκπονούν σχέδια έκτακτης ανάγκης. Η ελαχιστοποίηση εξόδων, η συνετή διαχείριση των οικονομικών και η επιδίωξη θετικών χρηματοροών είναι παράγοντες επιτυχίας. Στην πράξη, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν τα ζημιογόνα επιχειρηματικά μοντέλα και τα μοντέλα επιδότησης χρηστών με κεφάλαια επενδυτών προς την απόκτηση μεριδίου αγοράς, και οι startups να στραφούν στην επίτευξη ισοσκελισμένων χρηματοροών και στην αναζήτηση κερδοφορίας.

Επειδή τα υπάρχοντα κυβερνητικά μέτρα υποστήριξης απευθύνονται περισσότερο σε εταιρείες με προηγούμενη λειτουργία, τζίρους και κλεισμένα συμβόλαια, που λειτουργούν είτε ως κριτήρια αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας επιχείρησης είτε ως εγγύηση για τη λήψη δανείου, οι νεοφυείς επιχειρήσεις δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν δανειακή χρηματοδότηση. Χαμηλότοκα δάνεια, που δεν απαιτούν υψηλές προσωπικές εγγυήσεις και δεν συνδέονται άμεσα με έσοδα προηγούμενων ετών, θα μπορούσαν να περιορίσουν το πρόβλημα. Επωφελής θα ήταν και η θέσπιση χαμηλότερων συντελεστών φορολογίας και ΦΠΑ, τουλάχιστον για τα πρώτα έτη λειτουργίας τους.

 

Ηλεκτρονικό εμπόριο

Η πανδημία προκάλεσε έναν βίαιο πολυκαναλικό μετασχηματισμό στο εμπόριο διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα, ανεβάζοντας σε υψηλά ποσοστά τις online αγορές και οδηγώντας στον επαναπροσδιορισμό του φυσικού δικτύου διανομών.

Το ηλεκτρονικό εμπόριο είχε μεγάλη ανάπτυξη, αλλά με ουσιαστικά προβλήματα λόγω της εκθετικής αύξησης της ζήτησης. Το πρόβλημα στην επικοινωνία πελάτη-λιανεμπόρου θα μπορούσε να βελτιωθεί είτε μέσω σύγχρονης ή ασύγχρονης επικοινωνίας, αξιοποιώντας τις τεχνολογίες και τα κοινωνικά δίκτυα.

Τα προβλήματα διεκπεραίωσης παραγγελιών μπορούν να αντιμετωπιστούν με πρακτικές order online – pickup εκτός καταστήματος, λειτουργία καταστημάτων αυστηρά για παραδόσεις online αγορών, συνέργειες με εταιρείες διανομής για αποτελεσματικότερη κάλυψη της ζήτησης ή επιστροφή προϊόντων και, για την αποφυγή ουρών και συνωστισμού, συστήματα εκτίμησης χρόνου αναμονής στον χώρο παράδοσης, με γνώμονα την ασφάλεια και τις συνθήκες υγιεινής. Τα προβλήματα διαθεσιμότητας μπορούν να αντιμετωπιστούν με καλύτερη «ορατότητα» των αποθεμάτων μέσω ενοποίησης των συστημάτων ERP με τα ηλεκτρονικά καταστήματα και έξυπνων προβλεπτικών μοντέλων, αξιοποιώντας πολλαπλά δεδομένα.

Η Πολιτεία και οι εμπλεκόμενοι κλαδικοί φορείς θα πρέπει να συνεχίσουν τις πρωτοβουλίες ενίσχυσης του νέου αυτού κλάδου με δράσεις όπως πιστοποίηση ηλεκτρονικών καταστημάτων, εκπαίδευση και ανάπτυξη εξειδικευμένου προσωπικού, συνεχής ενημέρωση για το διαρκώς μεταβαλλόμενο κανονιστικό πλαίσιο, υποδομές για μείωση κόστους μεταφοράς προϊόντων και συνεχής ενημέρωση των καταναλωτών.

 

Τηλεργασία

Η κρίση της πανδημίας προκάλεσε μια σειρά αναταραχών στη ζωή των πολιτών και κυρίως στον τρόπο και χώρο εργασίας τους. Πολλές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να παύσουν προσωρινά τις δραστηριότητές τους, ενώ όσες παρέμειναν σε λειτουργία αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν άμεσα σε μια νέα πραγματικότητα, με γνώμονα τη διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων, αλλά και των πελατών τους. Έτσι, η τηλεργασία υιοθετήθηκε σε ευρεία κλίμακα για όσους εργαζομένους ήταν εφικτή η εξ αποστάσεως εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Σε καθεστώς τηλεργασίας, δεν υπάρχει η δυνατότητα επίβλεψης διά ζώσης της ορθής εκτέλεσης των καθηκόντων των εργαζομένων. Άρα, τίθενται ζητήματα εξ αποστάσεως διοίκησης, π.χ. με ποιον τρόπο μπορεί η διοίκηση να επιβλέπει αποτελεσματικά τους εργαζομένους, να αξιολογεί την απόδοσή τους και να αμείβει δίκαια την εργασία τους.

Λόγω της αδυναμίας απευθείας διεπαφής ανάμεσα σε εργαζομένους, προϊσταμένους, συνεργάτες και πελάτες επιχειρήσεων και οργανισμών, ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν την παραγωγικότητα – π.χ. με ποιον τρόπο μπορούν να εκτελούνται αποδοτικά τα καθήκοντα κάθε εργαζομένου, να διασφαλίζονται τόσο η ορθότητα όσο και η ασφάλεια των επικοινωνιών και των συναλλαγών, αλλά και να διατηρηθεί η ποιότητα και η ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, είναι έκδηλος ο κίνδυνος διατάραξης της ισορροπίας μεταξύ της εργασίας και του προσωπικού χρόνου των εργαζομένων (work-life balance) και τίθενται μια σειρά από ζητήματα όπως ο σεβασμός των εργασιακών τους δικαιωμάτων και ιδίως του ωραρίου τους, η ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων και η ιδιωτικότητα των επικοινωνιών τους, η μείωση της απομόνωσης από συναδέλφους τους ή της έλλειψης ευκαιριών προαγωγής λόγω φυσικής απουσίας.

Όσον αφορά τους φορείς δημόσιας πολιτικής, θα πρέπει να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο που να αναγνωρίζει την τηλεργασία και να επιτρέπει την κατάλληλη αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων, με τους εργαζομένους να απασχολούνται μέσω τηλεργασίας σε μόνιμη/κυλιόμενη βάση, περιστασιακά ή και ανάλογα με τις υποχρεώσεις τους. Επίσης, να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να διευρυνθεί η επιλογή της τηλεργασίας για όσους εργαζομένους το επιθυμούν.

 

Τηλεκπαίδευση

Η ανάγκη για μεταφορά της εκπαίδευσης από την παραδοσιακή στην ψηφιακή τάξη εντός πολύ στενών χρονικών περιθωρίων οδήγησε αυτομάτως πολλούς οργανισμούς –εκπαιδευτικούς και μη– να συνεχίσουν πολύ γρήγορα τη διδασκαλία, με αποτέλεσμα την ανάδειξη μιας νέας μορφής διδασκαλίας, που καταγράφεται με τον όρο «επείγουσα απομακρυσμένη μάθηση» (emergency remote teaching), με αρκετές προκλήσεις.

Η νέα μορφή εκπαίδευσης, και κυρίως η σύγχρονη μάθηση, χρειάζεται να ενσωματώσει τις αρχές εκπαιδευτικού σχεδιασμού βάσει της ψηφιακής μάθησης με στόχο τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Συνεπώς, χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο αξιολόγησης της μάθησης, το οποίο θα στηρίζεται σε μία ενιαία μορφή υλοποίησης ανά εκπαιδευτικό επίπεδο, ώστε να μπορούν να εξαχθούν αποτελέσματα για την αποτελεσματικότητά της και πιθανούς τρόπους βελτίωσής της.

Παρ’ ότι οι γνώσεις και δεξιότητες εκπαιδευτικών/διδασκόντων ποικίλλουν, η ανεπαρκής ψηφιακή ετοιμότητα –συμπεριλαμβανομένων ψηφιακών εκπαιδευτικών στρατηγικών και απαιτούμενων εκπαιδευτικών τεχνολογιών– έχει άμεσο αντίκτυπο στη διεξαγωγή της διδασκαλίας.

Η διάθεση εξειδικευμένου εκπαιδευτικού περιεχομένου βασισμένου στις αρχές εκπαιδευτικού σχεδιασμού, που να υποστηρίζει και την ασύγχρονη μάθηση, είναι αναγκαία τόσο εν μέσω πανδημίας όσο και προς αντιμετώπιση σχετιζόμενων αναγκών για συγκεκριμένες ομάδες-στόχους (π.χ. άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα τρίτης ηλικίας, εκπαιδευτές/διδάσκοντες, ιατρικό προσωπικό κ.λπ.).

 

Ερευνητές της μελέτης είναι με αλφαβητική
σειρά οι: Αδάμ Βρεχόπουλος, Αναστασία Γρί-
βα, Λίλα Δεσποτίδου, Γιάννης Δημητρίου, Γε-
ώργιος Δουκίδης, Λευτέρης Κιοσές, Αγγε-
λική Κωστάκη, Δημοσθένης Κωτσόπουλος,
Χρήστος Λάζαρης, Γιώργος Λεκάκος, Σταύ-
ρος Λουνής, Ιωάννης Μούρτος, Κλεοπάτρα
Μπαρδάκη, Ηλίας Πολυτάρχος, Νάνσυ Που-
λούδη, Αγγελική Πουλυμενάκου, Κατερίνα
Πραματάρη, Εμμανουέλα Σφακιανάκη, Ιω-
άννα Ταλάντη, Δώρα Τραχανά και Κατερίνα
Φραϊδάκη
.