Άδειες εκπομπής ρύπων και τραπεζική χρηματοδότηση
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η οικονομική πολιτική στην εποχή της κλιματικής αλλαγής
Του ΦΑΜΠΙΟ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Επίκουρου Καθηγητή Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του ΟΠΑ
Τα τελευταία είκοσι χρόνια ένα νέο εργαλείο πολιτικής στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής έχει υιοθετηθεί διεθνώς. Αυτό δεν είναι άλλο από τη δημιουργία μιας αγοράς και εμπορίας αδειών εκπομπής ρύπων. Μια τέτοια έννοια μπορεί να φαντάζει ως μια ακόμα προχωρημένη σύλληψη των οικονομολόγων, απασχολεί ωστόσο όλο και πιο έντονα το δημόσιο διάλογο καθώς η χορήγηση αδειών εκπομπής ρύπων επηρεάζει την ευημερία των πολιτών. Αυτό συμβαίνει διότι «νομιμοποιείται» κατά μια έννοια η δημιουργία αερίων του θερμοκηπίου αφού καθορίζονται δικαιώματα τα οποία κατέχουν οι επιχειρήσεις και εν συνεχεία δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους μέσω μιας αγοράς, προκαλώντας αυξημένο κόστος σε αυτές το οποίο αποτυπώνεται σε αυξημένες τιμές στους τελικούς καταναλωτές (π.χ. τιμή ηλεκτρισμού). Αυτό ωστόσο αποτελεί μια πλάνη καθώς ελλείψει οποιασδήποτε ρύθμισης τότε de facto οι επιχειρήσεις κατέχουν αυτό το δικαίωμα χωρίς να υπόκεινται σε κανέναν περιορισμό. Ασφαλώς, αυτό μπορεί να οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή και χαμηλότερες τιμές βραχυπρόθεσμα για τον καταναλωτή, αλλά συνοδεύεται με αυξημένο περιβαλλοντικό και τελικά οικονομικό τίμημα μακροπρόθεσμα.
Επομένως η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς σκοπό έχει να περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα προστατεύοντας το περιβάλλον με το μικρότερο δυνατό οικονομικό κόστος χωρίς να λειτουργεί σε βάρος της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών. Το τελευταίο αμφισβητήθηκε στην πράξη τελευταία καθώς οι τιμές των αδειών στην αγορά πλησίασαν τα 100€ ανά τόνο, ενώ ενδεικτικά τα περισσότερα χρόνια λειτουργίας της αγοράς η τιμή ήταν σημαντικά χαμηλότερη από 20€ για κάθε τόνο αερίων. Η ΕΕ υπήρξε και είναι ακόμη πρωτοπόρος στη δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς (EU ETS), ήδη από το 2005, καθώς συμμετέχουν πάνω από 11.000 επιχειρήσεις και καλύπτεται το 45% των αερίων του θερμοκηπίου ενώ παρήγαγε έσοδα μόνο για το 2022 της τάξης των 38,8 δισ. ευρώ. Ο στόχος είναι η ευθυγράμμιση της αγοράς αυτής με τον γενικό στόχο της μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου το 2030 κατά 55% συγκριτικά με το 1990.
Η δημιουργία αγοράς αδειών εκπομπής ρύπων μπορεί να οδηγήσει στον έλεγχο των αερίων του θερμοκηπίου
Η πραγματικότητα είναι όμως σύνθετη και η επίτευξη των στόχων αβέβαιη, ενώ προϋποθέτει τη σύμπραξη και τον συντονισμό πολλών οικονομικών παραγόντων. Η τρέχουσα συζήτηση τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε επίπεδο ρυθμιστικής πολιτικής στοχεύει ταυτόχρονα στην αύξηση του κόστους τραπεζικού δανεισμού των ρυπογόνων επιχειρήσεων. Τα περισσότερα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, αυτό δεν συνέβαινε, με τον τραπεζικό τομέα να συνεχίζει να χρηματοδοτεί δραστηριότητες που ρυπαίνουν σε μεγάλο βαθμό. Μια ερμηνεία αυτού μπορεί να εδράζεται στο ότι η αγορά εκπομπής ρύπων δεν επηρέαζε τις αποφάσεις δανεισμού των επιχειρήσεων διότι πολύ απλά ήταν πολύ φθηνό να ρυπαίνει μια επιχείρηση και αυτό δεν επηρέαζε το προφίλ ρίσκου των πιο «βρώμικων» επιχειρήσεων. Στον βαθμό όμως που η αγορά λειτουργεί αποτελεσματικά με βάση τον σχεδιασμό της, ο κίνδυνος που προκύπτει από τη ρυθμιστική πολιτική θα πρέπει να αποτυπώνεται στα επιτόκια δανεισμού.
Στις ΗΠΑ όπου σχεδιάστηκε μια αντίστοιχη αγορά στην Πολιτεία της Καλιφόρνια περί το 2012 αυτό το πράγμα όντως συνέβη. Η ανακοίνωση και μόνο της δημιουργίας μιας περιοριστικής αγοράς εκπομπών ρύπων επηρέασε αρνητικά τους χρηματοδοτικούς όρους των «βρώμικων» επιχειρήσεων οδηγώντας σε υψηλότερα επιτόκια δανεισμού αλλά και μικρότερα και συντομότερα επιχειρηματικά δάνεια. Αντίστοιχα στην ΕΕ το 2013 ξεκίνησε η Τρίτη Φάση του προγράμματος εμπορίας αδειών (EU ETS) όπου η αγορά έγινε πιο σφικτή. Αυτή η αλλαγή είχε ως στόχο να αυξήσει το κόστος του άνθρακα για τους ρυπαίνοντες, ώστε να μειώσουν το αποτύπωμά τους σε άνθρακα. Δεδομένου ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο έγινε πιο αυστηρό, οδηγώντας σε υψηλότερο κόστος τις ρυπογόνες επιχειρήσεις θα αναμέναμε μια επιδείνωση των όρων δανεισμού. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Καθηγητή του Audencia Business School Μάνθου Ντελή, του Καθηγητή του University of Zurich Steven Ongena, του Επίκουρου Καθηγητή του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Χρήστου Τσούμα και του υπογράφοντα το 2020, καταδεικνύουμε ότι η αυστηροποίηση οδήγησε τελικά σε ευνοϊκότερους όρους δανεισμού των επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε ότι οι ρυπαίνοντες αντιμετώπισαν κατά μέσο όρο 25% χαμηλότερα επιτόκια που αντιστοιχεί σε μείωση των δαπανών για τόκους κατά 5,56 εκατ. € για το μέσο δάνειο.
Ο βασικός λόγος για αυτή την αστοχία είναι ότι οι επιχειρήσεις προετοιμάστηκαν κατάλληλα (επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, αποθήκευση αδειών εκπομπών κ.ά.) για να αντιμετωπίσουν πιθανές αυστηρότερες μελλοντικές ρυθμίσεις. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μείωση των τιμών των αδειών, το οποίο σήμανε μικρότερο κίνδυνο για τη δανειολήπτρια επιχείρηση και χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Κατά συνέπεια, χαμηλές τιμές των αδειών δύναται να έχουν και έμμεσες επιδράσεις οι οποίες λειτουργούν ενισχυτικά ως προς το πρόβλημα. Βεβαιώνεται λοιπόν μια σημαντική αρνητική σχέση μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού και των επαληθευμένων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των εταιρειών που συμμετείχαν στην αγορά ρύπων. Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν ότι θα είχε σημειωθεί περαιτέρω μείωση κατά 8% στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα εάν δεν υπήρχε η αντίστοιχη μείωση των επιτοκίων δανεισμού.
Συμπερασματικά, η δημιουργία αγοράς αδειών εκπομπής ρύπων μπορεί να οδηγήσει στον έλεγχο των αερίων του θερμοκηπίου αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα τα κόστη δανεισμού των επιχειρήσεων που ρυπαίνουν εξαρτώνται θετικά από τις τιμές που προκύπτουν στην αγορά εκπομπών. Ωστόσο, καθώς η αγορά είναι ευμετάβλητη ως προς τις τιμές των αδειών, δύναται να προκύψουν αρνητικές έμμεσες επιδράσεις όπως καταδείξαμε στην περίπτωση μας. Για τον λόγο αυτό ένας περιορισμός στην μεταβλητότητα των τιμών των αδειών μπορεί να κάνει πιο προβλέψιμη και σταθερή την αγορά δανείων. Τα τελευταία τρία χρόνια έχει υιοθετηθεί στην ΕΕ ένα κάτω όριο στην τιμή των αδειών, το οποίο δε μπορεί να ξεπεραστεί. Ενώ κάτι τέτοιο φαντάζει αρνητικό για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, ας έχουμε κατά νου ότι εν τέλει μπορεί να λειτουργεί ευεργετικά για εμάς αλλά και για τις μελλοντικές γενεές.